- γιγαντόκορμος
- -η, -οαυτός που έχει σώμα γίγαντα, γιγαντόσωμος: Παντρεύτηκε ένα γιγαντόκορμο άντρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γιγαντόκορμος — η, ο 1. γιγαντόσωμος 2. ρωμαλέος … Dictionary of Greek
γίγαντας — ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο) πληθ. Γίγaντες, οι μυθικά παιδιά τής Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς μσν. νεοελλ. 1. υπερβολικά μεγαλόσωμος 2. υπερβολικά δυνατός νεοελλ. 1. ρωμαλέος, ηρωικός 2. (στα παραμύθια) δράκος,… … Dictionary of Greek
γιγαντόσωμος — η, ο ο γιγαντόκορμος, ο υπερβολικά μεγαλόσωμος: Ο Γολιάθ ήταν γιγαντόσωμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)